Συγγραφέας: Έφη Γεωργάκη
Σειρά: Λογοτεχνία
Σελ.: 98
Διαστάσεις: 14,5 * 21
έρρωμένος, -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του pώννυμι, χρησιμ. ως επlθ., αυτός που βρ[σκεται σε καλή
σωματική κατάσταση, δυνατός, σφριγηλός, ρωμαλέος, εύρωστος, αντίθ. προς το άρρωστος, σε
Πλάτ., Δημ.• ανώμ. συγκρ., έρρωμενέστερος, σε Ηρόδ., Ξεν.•υπερθ. -έστατος, σε Πλάτ.•επίρρ.
έρρωμέvως, με αποφασιστικότητα, ανδροπρεπώς, έντονα, με θράσος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
κ.λπ.